Λόι Μπολ: «Είμαι ευλογημένος»

Ο σπουδαίος Αμερικανός πασαδόρος, Λόι Μπολ, που στα 39 του χρόνια αποφάσισε να αποχωρήσει από την ενεργό δράση, μιλάει στο volleyb@ll για την εντυπωσιακή καριέρα του και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της. Τεσσάρων ετών έμαθε να παίζει βόλεϊ χρησιμοποιώντας ένα μπαλόνι, στα 12 «ζήλεψε» την εθνική ομάδα των ΗΠΑ που κατακτούσε χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο και είπε στον πατέρα του πως θέλει να γίνει αθλητής, στα 17 έδωσε το πρώτο του παιχνίδι στην Ιαπωνία.
Από τότε η λέξη «όνειρο» δεν έφυγε ποτέ από μέσα του. Ούτε όταν κατακτούσε πρωταθλήματα με Μόντενα, Ηρακλή και Ζενίτ Καζάν, ούτε όταν έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης, ούτε όταν μιμήθηκε την αγαπημένη του εθνική του Λος Άντζελες και της Σεούλ και φορούσε το χρυσό μετάλλιο στο στήθος το 2008 στο Πεκίνο. Ούτε τώρα, στα 39 του, που αποφάσισε να σταματήσει την τόσο λαμπρή καριέρα του.

Ο Λόι Μπολ γεννήθηκε για να παίζει βόλεϊ, μεγάλωσε κάνοντας όνειρα, συνέχισε κατακτώντας στόχους και μοιράζεται μαζί μας διάφορες ιστορίες που του έχουν μείνει, σε όλη αυτήν τη σπουδαία πορεία του. «Είμαι ευλογημένος» ήταν η απάντησή του, για όλα όσα έζησε και πέτυχε μέχρι στιγμής, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων. Μια ζωή γεμάτη αθλητισμό, ταξίδια, περιπέτειες, εμπειρίες, κατακτήσεις, συγκινήσεις.

Στις 17 Φεβρουαρίου 1972 ο Άρνι Μπολ ήταν τόσο χαρούμενος που αντίκρισε μπροστά του τον μικρό Λόι, ώστε βάλθηκε τέσσερα χρόνια μετά να του μάθει τα μυστικά του βόλεϊ. Ως προπονητής, ο πατέρας του Λόι Μπολ δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και το 1976 έστησε ένα μικρό γήπεδο βόλεϊ στο σαλόνι του σπιτιού του!
«Δεν είχαμε μεγάλο σπίτι στην Ιντιάνα, αλλά ο πατέρας μου κατάφερε να τοποθετήσει ένα φιλέ στο σαλόνι και ξεκίνησε να μου μαθαίνει πώς να παίζω βόλεϊ με ένα μπαλόνι. Ήμουν τόσο μικρός που θα ήταν δύσκολο για εμένα να χρησιμοποιήσω μπάλα, γιατί ήταν βαριά. Με το μπαλόνι, όμως, μου έμαθε πολλά, όχι μόνο να πετάω απλά τη μπάλα. Για δύο χρόνια παίζαμε μόνο με μπαλόνι και στα έξι μου έκανα για πρώτη φορά πάσες με μπάλα. Δεν διαθέταμε πολλά λεφτά ως οικογένεια και ξεφεύγαμε μέσω του αθλητισμού. Το μόνο που είχαμε τότε ως διασκέδαση ήταν το βόλεϊ και ο πατέρας μου με άφηνε για ώρες να χτυπάω το μπαλόνι. Η αλήθεια είναι ότι έπαιζα μόνος μου γιατί οι δύο αδερφές μου δεν είχαν τόσο καλή σχέση, όσο εγώ, με τον αθλητισμό».

«Γλίτωσε» από το μπάσκετ

Μπορεί από τα τέσσερα χρόνια του να έπαιζε βόλεϊ, έστω και με μπαλόνι, αλλά ζώντας σε μια άκρως μπασκετική πόλη, όπως η Ιντιάνα, δοκίμασε την τύχη του με την πορτοκαλί μπάλα. Ο Μπόμπι Νάιτ ήταν ο πρώτος προπονητής του, ο Λόι έμαθε και έπαιξε και μπάσκετ, αλλά όχι για πολύ, καθώς τον είχε κερδίσει ήδη το βόλεϊ. Για το μπάσκετ, πάντως και την πόλη του χαίρεται πολύ: «Αναδείξαμε καλούς αθλητές, όπως ο Ρέτζι Μίλερ. Κορυφαίος σουτέρ και μου άρεσε να τον παρακολουθώ».
Η πορεία του ξεκίνησε από πολύ νωρίς έχοντας πάντα στο πλευρό του τον πατέρα του, ο οποίος έγινε και προπονητής του στο γήπεδο και στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Εκεί όπου αποτέλεσε μέλος της ομάδας τζούνιορ και με την οποία έδωσε τους πρώτους ερασιτεχνικούς αγώνες του.
Το καλοκαίρι του 1984 ο Λόι ήταν δώδεκα ετών και κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες δεν έχανε παιχνίδι μαζί με τον πατέρα του στην τηλεόραση. Στις 11 Αυγούστου είδε την αγαπημένη του εθνική να νικά με 3-0 τη Βραζιλία και να κατακτά το χρυσό μετάλλιο: «Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τόσο όμορφα μέσα μου που είπα κατευθείαν στον πατέρα μου πως ήθελα να γίνω κι εγώ βολεϊμπολίστας. Παρακολουθούσα όλα αυτά τα αστέρια της εθνικής και ήθελα να τους μοιάσω. Ο πατέρας μου, τότε, μου είπε ότι είναι νωρίς και έπρεπε να περιμένω».
Τέσσερα χρόνια αργότερα η εθνική των ΗΠΑ κατέκτησε και πάλι το χρυσό στη Σεούλ, νικώντας τη Σοβιετική Ένωση με 3-1. Και εκείνο το παιχνίδι το παρακολούθησε πάλι με τον πατέρα του, λέγοντάς του αυτήν τη φορά: «Είμαι 100% σίγουρος ότι αυτό θέλω να κάνω. Θέλω να γίνω σαν κι αυτούς. Θέλω να παίξω βόλεϊ».

Στα 17 του έγραψε ιστορία, αφού έγινε ο νεότερος Αμερικανός βολεϊμπολίστας που φόρεσε το εθνόσημο στο στήθος: «Δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Η ομάδα θα πήγαινε στην Ιαπωνία και ο Σκοτ Φόρτσουν τραυματίστηκε στον αστράγαλο. Αυτό ανάγκασε τον προπονητή Μπιλ Νέβιλ να με καλέσει στην αποστολή. Ήταν απίστευτο. Ακολούθησα την εθνική στην Οσάκα και μάλιστα πήρα χρόνο συμμετοχής. Μπροστά σε 25.000 θεατές αγωνίστηκα ως δεύτερος πασαδόρος και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που πήγα για πρώτη φορά στο σέρβις. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να περάσω τη μπάλα απέναντι».

Η εμπειρία της Ιαπωνίας

Στην Ιντιάνα μεγάλωσε, στα γήπεδα της Αμερικής ξεκίνησε να παίζει βόλεϊ, αλλά η πρώτη επαγγελματική ομάδα του ήταν η Τόρει Άροους στην Ιαπωνία. Εκεί όπου αγωνίστηκε για τρία χρόνια και δεν κρύβει ότι η συγκεκριμένη εμπειρία τον βοήθησε πολύ: «Στην αρχή ήταν δύσκολα. Ξένη χώρα, μακριά από το σπίτι μου, δύσκολη γλώσσα. Παρόλα αυτά κατάφερα να προσαρμοστώ σχετικά γρήγορα και εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία που μου δόθηκε. Στην Ιαπωνία έμαθα πώς να πασάρω σωστά, το επίπεδο ήταν καλό και γενικότερα αυτή η τρίχρονη παρουσία μου εκεί με βοήθησε σημαντικά».

Η πρώτη ευρωπαϊκή εμπειρία του ήρθε μέσω του ιταλικού πρωταθλήματος και της Μόντενα. Οι πρώτες ημέρες στην Ιταλία ήταν διαφορετικές και ξεχωριστές, όπως και η πρώτη συνέντευξη: «Στην Ιταλία δεν μιλούσαν πολλοί αγγλικά και μου είπαν ότι έπρεπε να μάθω τη γλώσσα τους όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Στην πρώτη κιόλας εβδομάδα στη Μόντενα με κάλεσαν σε τηλεοπτική εκπομπή και μου μιλούσαν μόνο ιταλικά. Είχα σαστίσει και δεν ήξερα τι να πω. Σε κάποια φάση με ρώτησαν για τους συμπαίκτες μου, αλλά εγώ μπερδεύτηκα και νόμιζα ότι με ρώτησαν για τις γυναίκες της Ιταλίας. Απάντησα λοιπόν ότι είναι υπέροχες με ωραία πόδια και τότε έπεσε πολύ γέλιο. Ύστερα από αυτό το περιστατικό αναγκάστηκα και διάβαζα κάθε μέρα ώστε να μάθω ιταλικά».

Το 2002 ο Λόι πανηγύρισε το πρωτάθλημα Ιταλίας. Ήταν ο πρώτος τίτλος του, η μεγαλύτερη, ως τότε, στιγμή της καριέρας του σε συλλογικό επίπεδο: «Ήταν κάτι το ιδιαίτερο για εμένα. Ήταν η αρχή της πορείας που ακολούθησε. Εκείνο το πρωτάθλημα με έκανε να πιστέψω ακόμα περισσότερο στον εαυτό μου, απέκτησα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ήξερα πως μπορώ να πετύχω ακόμα πιο πολλά στην καριέρα μου. Τα τέσσερα χρόνια στη Μόντενα με τους τίτλους και τις διακρίσεις σε πρωτάθλημα και Τσάμπιονς Λιγκ το απέδειξαν».
«Ευτυχισμένος στον Ηρακλή»

Σε μια «περίεργη» περίοδο της καριέρας του και ενώ προβληματιζόταν για το τι θα ακολουθήσει μετά τη Μόντενα, ο Νίκος Αρταβάνης του έδωσε ένα κίνητρο: «Ψαχνόμουν για να δω τι θα κάνω, αλλά τότε με πήρε τηλέφωνο ο κ. Αρταβάνης και μου είπε ότι  ήθελε να παίξω στον Ηρακλή. Ήξερα ότι η Θεσσαλονίκη ήταν όμορφη πόλη και πως θα έχω για πρώτη φορά συμπαίκτες από την ίδια χώρα. Το κίνητρο ήταν σημαντικό και απάντησα θετικά. Μια απόφαση που τελικά μου βγήκε σε καλό, γιατί στον Ηρακλή πέρασα τα δύο πιο ευτυχισμένα χρόνια της καριέρας μου. Θυμάμαι πολλά παιχνίδια, πέρα από αυτά που κατακτήσαμε τίτλους και τους τελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ. Για παράδειγμα, κινδυνεύαμε να χάσουμε ένα μεγάλο αήττητο ρεκόρ στην Αθήνα με τον Πανελλήνιο, αλλά στο τάι-μπρέικ ο Στάνλεϊ πήρε πέντε άσους και νικήσαμε. Επίσης, θυμάμαι τον εκτός έδρας αγώνα με τον ΠΑΟΚ, όπου χάναμε 0-2. Τότε είπα στους συμπαίκτες μου ότι θα νικήσουμε τώρα, αλλιώς δεν φεύγουμε. Τελικά, το γυρίσαμε σε 3-2».

Όταν τον ρωτήσαμε γι’ αυτό που βρήκε στη Θεσσαλονίκη και ήταν διαφορετικό, ο Λόι απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη… ο φραπές: «Μετά από τις προπονήσεις πηγαίναμε με τους συμπαίκτες μου για φραπέ. Δεν είναι μόνο η γεύση, είναι και ο τρόπος. Στην Αμερική πίνουμε καφέ μέσα σε τρία λεπτά και φεύγουμε. Στην Ελλάδα τον πίνουμε σε τρεις ώρες γιατί αράζουμε και συνέχεια μιλάμε για όλους και για όλα».
Όσο για τον πρώτο άνθρωπο που αντίκρισε στον Ηρακλή και του έκανε εντύπωση, πάλι απάντησε άμεσα: «Δεν θα ξεχάσω την πρώτη στιγμή που αντίκρισα τον Κράβαρικ. Ένας τεράστιος άνθρωπος που φώναζε μέσα στα αποδυτήρια και είπα μέσα μου… τι είναι αυτός; Δεν άργησα πολύ για να διαπιστώσω ότι ήταν απίθανος και πως θα έκανε φοβερά πράγματα για να βοηθήσει την ομάδα. Ήταν πραγματικός αρχηγός και μας έδινε δύναμη. Όταν τον κοιτούσαμε γελούσαμε και όλα πήγαιναν καλά».

«Οι τρελοί οπαδοί»

Το πρώτο συναίσθημά του, όταν αντίκρισε τους οπαδούς του Ηρακλή, ήταν ο φόβος! «Ναι, είναι αλήθεια. Μόλις τους αντίκρισα φοβήθηκα. Φώναζαν δυνατά, πετούσαν χαρτάκια, τα έδιναν όλα και σκέφτηκα… τι γίνεται εδώ; Και στη Μόντενα είχαμε φιλάθλους που μας υποστήριζαν, αλλά αυτοί του Ηρακλή ήταν οι πιο τρελοί. Δεν σταματάνε να φωνάζουν. Ιδρώνουν, γελάνε, κλαίνε και ήξερα ότι θα πέθαιναν για εμάς. Όταν πήραμε το πρώτο κύπελλο ήταν η οικογένειά μου στο αεροδρόμιο και ένας οπαδός ήρθε και μου φώναζε πανηγυρίζοντας. Τότε ο γιος μου έκλαψε γιατί τρόμαξε, είπα στον οπαδό να σταματήσει, με αγκάλιασε, σταμάτησε και έφυγε. Ο γιος μου ακόμα και τώρα φωνάζει στο σπίτι το σύνθημα Ήρα Ήρα κύπελλο».

Τα πολλά χρήματα που του πρόσφερε η Ζενίτ ήταν η αιτία που ο Λόι μετακόμισε στο παγωμένο Καζάν και έμεινε εκεί για πέντε χρόνια, όπου και έκλεισε την καριέρα του με την κατάκτηση του τέταρτου ρωσικού πρωταθλήματος: «Το πρόβλημα με το Καζάν είναι ότι χιονίζει εννιά μήνες τον χρόνο. Γεγονός που με έκανε να μένω μέσα στο σπίτι πάρα πολλές ώρες την ημέρα. Στην αρχή αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής, αλλά τα κατάφερα. Δυστυχώς, έπρεπε να μάθω και ρωσικά, δεν μπορώ να πω ότι τα μιλάω καλά, αλλά τουλάχιστον μπορώ να συνεννοούμαι. Μαζί με τον Στάνλεϊ είχαμε ενθουσιασμό και τα δώσαμε όλα. Θέλαμε να δείξουμε κάτι διαφορετικό στο ρωσικό πρωτάθλημα και απεχθανόμασταν τις ήττες. Δημιουργήσαμε μια ομάδα που τελικά τα σάρωσε όλα».
Αυτή η τεράστια καριέρα ολοκληρώθηκε και ο Λόι Μπολ δήλωσε συγκινημένος με όσα έχει πετύχει μέχρι τώρα στη ζωή του: «Αν με ρωτούσαν στα 16 μου θα έλεγα ότι θα ήθελα να κάνω πολλά, αλλά δεν θα πίστευα ότι θα πετύχαινα όλα αυτά. Έχω μια υπέροχη γυναίκα, παιδιά, τίτλους, μετάλλια και χρήματα, με τα οποία θα σπουδάσω τα παιδιά μου. Τώρα θα ξεκουραστώ για έναν χρόνο και μετά θα δω τι θα κάνω. Μπορεί να ασχοληθώ με την προπονητική, θα δείξει, έχω και κάποιες επιχειρηματικές σκέψεις. Στην Ευρώπη λέω να επιστρέψω μετά από περίπου πέντε χρόνια…».
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΝΤΖΙΟΥΚΗ